- αναπνευστήρας
- solunum aygıtı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
αναπνευστήρας — ο συσκευή η οποία πετυχαίνει την παροχή αέρα στον άνθρωπο, αφού απομονώσει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
αναπνευστήριο — το αυτό, με το οποίο γίνεται είσοδος αέρα, αερισμός, ο αεριστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπνευστήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
σνόρκελ — το, Ν άκλ. ο αναπνευστήρας: α) ιατρ. συσκευή για την εκτέλεση τεχνητής αναπνοής β) τεχνολ. ειδική συσκευή που τροφοδοτεί με αέρα τα υποβρύχια ή τους δύτες όταν βρίσκονται σε κατάδυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snorkel < γερμ. Schnorchel < γερμ.… … Dictionary of Greek